-
1 γηραιός
-
2 γηραιός
γηραιός u. γηραλέος u. γηράλιος, alt, bejahrt; γηραιὸς τελευτᾶν, im hohen Alter sterben -
3 γηραλέος
γηραιός u. γηραλέος u. γηράλιος, alt, bejahrt; γηραιὸς τελευτᾶν, im hohen Alter sterben -
4 γηράλιος
γηραιός u. γηραλέος u. γηράλιος, alt, bejahrt; γηραιὸς τελευτᾶν, im hohen Alter sterben
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский